ταχυφυής

ταχυφυής
τᾰχῠ-φῠής, ές,
A healing quickly, of fractures, Hp. Mochl.38, in neut. pl. ταχύφυα (leg. ταχυφυᾶ).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ταχυφυής — ές, Α αυτός που φυτρώνει γρήγορα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ * + φυής (< φύομαι «φυτρώνω», μέσω ενός ουδ. φύος), πρβλ. μεγαλο φυής] …   Dictionary of Greek

  • ταχύ- — ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. ταχύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού γρήγορου (πρβλ. ταχυ κίνητος, ταχύ πους), τού πρόωρου, τού εσπευσμένου (πρβλ. ταχύ γαμος, ταχύ γηρος), τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”